Μήνυμα του Δημάρχου Ερυμάνθου Θόδωρου Μπαρή για την 28η Οκτωβρίου
Η 28η Οκτωβρίου φωτίζει μια στιγμή όπου η ανθρώπινη αποφασιστικότητα και ο υπαρξιακός αυτοσκοπός πήραν μορφή μέσα σε μία νύχτα μόνο. Σε μια νύχτα που έδωσε τη θέση της σε 1.445 ακόμα, μέχρι την ημέρα που παιάνισαν οι τρομπέτες της απελευθέρωσης και ήχησαν χαρμόσυνα οι καμπάνες.
Νύχτες που μύριζαν πυρίτιδα, σκουλικιασμένο ψωμί στα λασπωμένα χαρακώματα και τα βουνά της Πίνδου και της Αλβανίας, όταν το εξοντωτικό κρύο κι ο αέρας έγδερναν κορφές και έφτιαχναν ακανόνιστα γλυπτά από πάγο και αίμα. Πού απέπνεαν θάνατο, που βρωμούσαν καμένη σάρκα, αποσύνθεση, πυρωμένο μέταλλο.
Νύχτες που φωτίστηκαν από φωτιά, εκτυφλωτικές εκρήξεις κι ανθρώπινα μάτια που γυάλιζαν στο σκοτάδι. Που μετρήθηκαν αργά και βασανιστικά με σφαίρες, βόμβες, ζωές, αναμνήσεις από χαρούμενες μέρες με παιδιά κι αγαπημένους που έμειναν πίσω.
Νύχτες που μοσχοβολούσαν ανδρεία, γενναιότητα, αποφασιστικότητα, θέληση για μια ημέρα ακόμα…
Νύχτες που μέσα στον ανθρώπινο παραλογισμό κράτησαν τη λογική στον κόσμο και δεν άφησαν να πεθάνει το «Όχι» που γεννήθηκε στις καρδιές του έθνους. Το έκαναν σώμα, του έδωσαν νόημα και σκοπό, το προστάτεψαν με υπέρτατες θυσίες για να μην μείνει ρητορική στην Ιστορία.
Κάτω από τον φωτεινό ήλιο της εποχής μας- τι παράδοξο και πόσο αληθινό- πασχίζουμε να μην ξεχάσουμε εκείνες τις νύχτες της Εποποιίας του 1940, ούτε ακόμα κι εκείνες της Κατοχής και της Αντίστασης. Κοπιάζουμε φιλοσοφικά να εξηγήσουμε στον υπόλοιπο κόσμο γιατί εμείς οι Έλληνες κάναμε γιορτή τον πόλεμο, μεγαλύτερη και πιο σπουδαία από την ειρήνη για την οποία πολεμήσαμε.
Επειδή εμείς, από πάντα, μαθαίναμε τους λαούς πως η Πατρίδα δεν είναι μόνο τα σύνορά της, είναι οι άνθρωποι που στέκονται όρθιοι δίπλα σου. Ή και νεκροί.
Επειδή εμείς την μνήμη, για να αξίζει, την κάναμε ευθύνη. Τη στολίσαμε με αξίες και ιδεώδη, με ιδανικά αταλάντευτα. Κι αυτό είναι που πιστεύω και θέλω να πω σε όλους: Να σηκωνόμαστε κι εμείς όταν έρχεται η ώρα μας. Να υπερασπιζόμαστε τον αδύναμο, τον αληθινό λόγο, την τιμή, την προσωπική και τη συλλογική. Να μην παραδινόμαστε ποτέ στο εύκολο και το πρόσκαιρο.
Μην αφήσουμε την Ιστορία να γίνει χρυσόσκονη μόνο σε παρελάσεις. Πριν-αλίμονο άνθρωποι -χρειαστεί να κρατήσουμε όπλο και λάβαρο, βάζουμε σε λειτουργία αυτήν ακριβώς τη μνήμη και σκάβουμε βαθιά μέσα μας όταν θα χρειαστεί να διαλέξουμε πλευρά. Γιατί πάντα θα έρχεται η στιγμή εκείνη, ίσως αθόρυβα, χωρίς σάλπιγγες, που θα κριθούμε όλοι από τις πράξεις μας.
Σήμερα και πάντα ας τιμούμε εκείνους που το έκαναν πρώτοι. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει με άλλον τρόπο από το να ζούμε με γενναιότητα. Με αλήθεια. Με φως. Κι αν κάποτε νιώσουμε πως το σκοτάδι πλησιάζει, να θυμόμαστε ότι στους πιο δύσκολους χειμώνες, ο αξιωματικός, ο απλός στρατιώτης, ο γιατρός, ο ιερέας, ο δάσκαλος, η γυναίκα της Πίνδου στάθηκαν όρθιοι και ζωντανοί ακόμα και θυσιαζόμενοι για τα καλοκαίρια που ακολούθησαν.
Παρόντες ακόμα και απόντες. Συνομιλητές μας σε γράμματα που δεν στάλθηκαν ποτέ…
Έτσι ο άνθρωπος κρατήθηκε σε αυτό για το οποίο προορίζεται. Έμεινε άνθρωπος στην απανθρωπιά, αήττητος σε όλες τις μορφές των πολέμων και φρουρός ενός «Όχι» που έγινε υπόσχεση που με τη σειρά της έγινε πράξη: να μην χαθεί το δικαίωμα στο λόγο, στην επιλογή, στην αυτοπροστασία της αξιοπρέπειας.
Αυτό είναι το χρέος και το κληροδότημα: να λέμε «όχι» στο άδικο και «ναι» σε ό,τι κάνει τον άνθρωπο άξιο να λέγεται άνθρωπος. Το λέω κοιτάζοντας γύρω: η έκπτωση αξιών, η αδιαφορία και η μικροψυχία συχνά φαντάζουν πιο τρομακτικές από τις παλιές απειλές. Η αδικία, η μισαλλοδοξία, η παραίτηση από τα ιδανικά, αυτά είναι τα σύγχρονα μέτωπα.
Ας γίνει αυτή η ημέρα υπενθύμιση ότι κάθε στιγμή που σιωπούμε μπροστά στο άδικο, κάθε στιγμή που υποχωρούμε στον εύκολο δρόμο, η μνήμη των ηρώων γίνεται κενή. Η τιμή τους ζητά πράξη, υπευθυνότητα, φροντίδα για τον συνάνθρωπο και την πατρίδα.
Ζήτω το «Όχι»! Ζήτω η Ελλάδα!

