Η κλιματική αλλαγή, ο πληθωρισμός και οι διατροφικές τάσεις εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν επηρεάσει σημαντικά τον τομέα του ελαιολάδου, σύμφωνα με την επίσημη Έκθεση της Κομισιόν για τον αγροτικό τομέα αναφορικά με την επόμενη 12ετία.
Κλιματική αλλαγή
Η ανθρώπινη δραστηριότητα έχει επηρεάσει αρνητικά το περιβάλλον κυρίως τα τελευταία πενήντα χρόνια. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει στην άνοδο της θερμοκρασίας και στη μείωση των αποθεμάτων νερού επηρεάζοντας έτσι τις καλλιέργειες.
Συγκεκριμένα, το 29% του εδάφους της ΕΕ πλήττεται από λειψυδρία. Η έλλειψη νερού επιδεινώθηκε το 2010 – 2019.
Πληθωρισμός και Μακροοικονομικές προβλέψεις
Εξαιτίας του πληθωρισμού σε συνδυασμό με τα χαμηλά εισοδήματα των καταναλωτών η τιμή και όχι η ποιότητα των προϊόντων αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα για την επιλογή τους.
Οι μακροοικονομικές προβλέψεις επηρεάζονται από την σύγχρονη αβεβαιότητα η οποία έχει προκληθεί από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τα ζητήματα της Μέσης Ανατολής και την αύξηση του πληθωρισμού, γεγονότα που τροποποιούν συνεχώς το οικονομικό περιβάλλον.
Ελαιόλαδο και Μεσογειακή διατροφή
Οι δύο τελευταίες εμπορικές περίοδοι έδειξαν πόσο ευάλωτη είναι η ελιά σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Η ξηρασία, η άνοδος της θερμοκρασίας και κατ΄επέκταση η χαμηλή διαθεσιμότητα του νερού για άρδευση δεν ευνόησαν τα σύγχρονα ελαιοκομικά συστήματα με αποτέλεσμα την κακή απόδοση της ελιάς και την χαμηλή ποιότητα του ελαιολάδου.
Ωστόσο, μια λύση που προτείνεται είναι η στροφή στις πιο ανθεκτικές ποικιλίες. Με τις ποκιλίες αυτές προβλέπεται αύξηση απόδοσης σε σταθερούς ρυθμούς έως και 0,5% ετησίως μέχρι το 2035. Η ΕΕ επίσης προβλέπει ότι η παραγωγή θα επανέλθει μέχρι το 2035 στους 2,2 εκατομμύρια τόνους.
Μία συνθήκη που ευνοεί το ελαιόλαδο είναι η αλλαγή του διατροφικού μοντέλου. Παρατηρείται ότι οι ασιατικές χώρες στρέφονται στη Μεσογειακή διατροφή ενώ παράλληλα έχει μειωθεί και η κατα κεφαλήν κατανάλωση κρέατος. Οι εξαγωγές ελαιολάδου της ΕΕ αναμένεται να αυξηθούν, καλύπτοντας μεγαλύτερο ποσοστό της συνολικής παραγωγής -έως και 45%- έως το 2035 (περίπου 1 εκατομμύριο τόνους), σε σύγκριση με το 37% που αντιστοιχούσε στην περίοδο 2018-2022.
Στις ελαιοπαραγωγικές χώρες της Ευρωπαικής Ένωσης η κατανάλωση ελαιολάδου εξαιτίας της εκτόξευσης τιμών έχει μειωθεί και παρατηρείται μια στροφή προς τα σπορέλαια. Ωστόσο, είναι πιθανό να υπάρξει ισορροπία λόγω της μεγαλύτερης κατανάλωσης στην υπόλοιπη ΕΕ, η οποία θα μπορούσε να διατηρήσει την συνολική κατανάλωση σχετικά σταθερή (+0,1% ετησίως έως το 2035).
Βρείτε την αναλυτική Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον παρακάτω σύνδεσμο: